- παράσιρον
- παράσιρον, τό, dub. sens.,A
τὸ π. τὸ στυππέϊνον Sammelb.6801.10
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ π. τὸ στυππέϊνον Sammelb.6801.10
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.